- συνδρόμου
- σύνδρομοςrunning togethermasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στηθάγχη — (Ιατρ.) Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ξαφνικό και έντονο πόνο στο θώρακα, πίσω από το στέρνο ή στην περιοχή του αριστερού μαστού, που επεκτείνεται συνήθως στον ώμο και στο αριστερό άνω άκρο, μικρής διάρκειας (λίγα δευτερόλεπτα), συνοδευόμενο… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
πανσεληνοειδής — ές 1. αυτός που μοιάζει με πανσέληνο, αυτός που θυμίζει πανσέληνο 2. φρ. «πανσεληνοειδές προσωπείο» ιατρ. ολοστρόγγυλο πρόσωπο με ερυθροκύανες παρειές και διπλό σαγόνι, χαρακτηριστικό σημείο τού συνδρόμου τού Κάσινγκ … Dictionary of Greek
παραμνησία — η ιατρ. διαταραχή τής μνήμης η οποία εκδηλώνεται με αντισταθμιστική μυθοπλασία για την κάλυψη αμνησιακών κενών, τα οποία στις ολικές αμνησίες τού τύπου τού συνδρόμου τού Κόρσακοφ αφορούν κυρίως το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια … Dictionary of Greek
παρατροχίλιος — α, ο ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην τροχιλία 2. φρ. «παρατροχίλια απόφυση» ανατ. προεξοχή τού κάτω έσω άκρου τού βραχιόνιου οστού, επάνω από την τροχιλία, που αποτελεί σημείο εμφύσεως τού έσω πλάγιου συνδέσμου τού αγκώνα και πολλών μυών… … Dictionary of Greek